Γκερντ Μίλερ: Ο κοντός, χοντρός, κλειστός «Bomber»

  • 0

Σήμερα θα έκλεινε τα 78, ο καλύτερος, ίσως Γερμανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ένας από τους μεγαλύτερους γκολσκόρερ της ιστορίας, ο Γκερντ Μίλερ.

Το ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί πιο έντονα τον 21ο αιώνα, συγκριτικά με τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές σπάνε διαρκώς ρεκόρ, με τους Ρονάλντο και Μέσι να κυριαρχούν για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών και τους Χάαλαντ και Λεβαντόφσκι να θέτουν τα δικά τους. Παρόλα αυτά, όσες φορές τυχαίνει να ακούει κανείς για σπασμένα ρεκόρ (π.χ. τα περισσότερα γκολ σε μία χρονιά, περισσότερα γκολ στο πρωτάθλημα), ένας σοβαρός αριθμός αυτών, ανήκε νωρίτερα σε μια συγκεκριμένη προσωπικότητα της δεκαετίας του 1970, τον Γκερντ Μίλερ. Ένας διαφορετικός, ενστικτώδης και αρκετά "κλειστός" παίκτης, ο οποίος έγραψε ιστορία με την φανέλα της Μπάγερν Μονάχου και της εθνικής Δυτικής Γερμανίας κατακτώντας στην καριέρα του Παγκόσμιο Κύπελλο, Τσάμπιονς Λιγκ και Χρυσή Μπάλα και παραμένει μέχρι και σήμερα ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα.

Μια δύσκολη εκκίνηση

Ο Γκερντ γεννήθηκε στο Νέρντλινγκεν της Βαυαρίας, το πέμπτο παιδί των γονιών του, στις 3 Νοεμβρίου του 1945. Αν και "βίωσε" την πρώτη μεγάλη επιτυχία της εθνικής Γερμανίας, κόντρα στην Ουγγαρία του Πούσκας και το Μουντιάλ του 1954, παρέμενε επιφυλακτικός ως προς την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. Παρόλα αυτά εντάχθηκε στην ομάδα του χωριού, αλλά το καλούπι του δεν βοήθησε στο να πείσει, με αρκετούς να τον θεωρούν "χοντρό".

Ό,τι δεν προσέδιδε η εμφάνισή του Μίλερ, το κάλυπτε η επιμονή και η αφοσίωσή του. Στα 14, έχοντας παρατήσει το σχολείο και πιάσει δουλειά ως μεταλλοκολλητής, είχε καταφέρει να ισορροπήσει το ποδόσφαιρο στην ζωή του. Στα 17 σκόραρε 47 γκολ σε 28 παιχνίδια για να οδηγήσει την ομάδα του στην κορυφαία περιφερειακή κατηγορία της εποχής, τέταρτη στην ιεραρχία του γερμανικού ποδοσφαίρου. Σύντομα ακολούθησε ενδιαφέρον από μεγαλύτερους συλλόγους, με πρωτοπόρες δύο αντίπαλες, αλλά όχι ακόμα κορυφαίες ομάδες, την Μπάγερν Μονάχου και το Μόναχο 1860.

Η Μπάγερν, ο Τσαϊκόφσκι και ο "Κάιζερ"

Η Μπουντεσλίγκα ιδρύθηκε το 1962 και η Μπάγερν και το Μόναχο δεν ήταν από τις μεγαλύτερες ομάδες που συμμετείχαν, με τους "Βαυαρούς" να βρίσκονται στην 2η κατηγορία, όταν ο Μίλερ βγήκε στο προσκήνιο. Παρόλα αυτά, το ενδιαφέρον για τον Γερμανό, οδήγησε τον πρόεδρο των Βαυαρών, Βίλχελμ Νόιντεκερ, στο να "πλησιάσει" τον νεαρό και να τον "κερδίσει", όχι ως έναν ανερχόμενο ταλαντούχο επιθετικό, αλλά ως μια "νίκη" εις βάρος των αντιπάλων του.

Την ίδια χρονιά, η Μπάγερν έφερε τον θρυλικό σοβιετικό προπονητή, Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι και μαζί του τον τερματοφύλακα Ζεπ Μάιερ και τον λίμπερο, Φραντς Μπεκενμπάουερ. Μαζί με τον Μίλερ θα έφτιαχναν έναν παντοδύναμο γερμανικό "Άξονα" (φράση που δεν μπορούσε να ακουστεί με τόση άνεση εκείνη την εποχή), όμως χρειάστηκε χρόνος για να μπορέσει να ξεχωρίσει ο Γκερντ.

Ο «Τσικ» (προσωνύμιο του Τσαϊκόφσκι) δεν είχε πειστεί από την εμφάνιση του Μίλερ και μάλιστα, σε ένα περιστατικό τον αποκάλεσε "μικρέ, χοντρέ Μίλερ", όταν ο Γερμανός προσπάθησε να πάρει σούπα. Ακολούθησε μια περίοδος δίαιτας, κατά την οποία ο Μίλερ έχασε 12 κιλά, αλλά πάλι χρειάστηκε να ασκηθεί μεγάλη πίεση στον «Τσικ» για να βάλει τον Μίλερ να παίξει. Όμως, μετά το ντεμπούτο του και το πρώτο του γκολ κόντρα στην Φράιμπουργκ, ακολούθησαν άλλα 38 και η άνοδος στην Μπουντεσλίγκα.

Ο Μίλερ έδειχνε από την αρχή πως είχε το ένστικτο του επιθετικού με τον Μπεκενμπάουερ να έχει δηλώσει: «Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς μας γελοιοποιούσε αυτός ο τύπος συνέχεια, πώς δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε και έτσι, για να τονώσουμε ο ένας τον άλλον, λέγαμε πως σήμερα, στην επόμενη προπόνηση, θα τον πετυχαίναμε, θα τον βγάζαμε νοκ άουτ. Και τι συνέβαινε; Μια στροφή, μια δεύτερη και με τον "Κάτσε" καθόμασταν με τους κώλους μας στο γρασίδι, ενώ ο Γκερντ είχε φύγε». Ο "Κάιζερ" ανέπτυξε μια δυνατή φιλία με τον Μίλερ, όντες συνομήλικες και συμπαίκτες σε Μπάγερν και Γερμανία.

Τίτλοι, φήμη και ρούχα

Τα πέντε πρώτα χρόνια του Μίλερ στην Μπάγερν, κύλισαν ονειρικά, ως προς τους τίτλους. Ξεκίνησε με την άνοδο στην 1η κατηγορία (1965), την κατάκτηση του Κυπέλλου (1966), ένα Κύπελλο Κυπελλούχων (1967) και το νταμπλ το 1969. Παράλληλα, ο Μίλερ βγήκε δύο φορές κορυφαίος της χρονιάς (1967, 1969) και με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε η φήμη πως πρόκειται για τον διάδοχο του θρυλικού Γερμανού επιθετικού, Ούβε Ζέλερ.

Έχοντας πλέον γίνει διάσημος, ο Μίλερ δεν φάνηκε να είναι ο άνθρωπος που μπορεί να σταθεί στο επίκεντρο. Η, αργότερα διαγνωσμένη, αγοραφοβία του δεν επέτρεπε στον Γερμανό να έχει έντονες δημόσιες εμφανίσεις, με την σύζυγό του Ούσι να αναλαμβάνει την "εικόνα" του παίκτη. Ο ίδιος προτιμούσε να μένει μέσα και να παίζει το αγαπημένο του επιτραπέζιο, να τρώει αγαπημένο του φαγητό και να κοουτσάρει μια παιδική ομάδα της γειτονιάς του.

Ένα από τα προβλήματά που αντιμετώπιζε είχε να κάνει με τα παπούτσια του. Τα πόδια του είχαν διαφορετικό μέγεθος (39,5 και 40), με αποτέλεσμα ο παίκτης να αγωνίζεται με νούμερο 41 για να μην αγοράζει παραπάνω παπούτσια. Όλα αυτά όμως λύθηκαν μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1967, όταν η Adidas ξεκίνησε να του φτιάχνει η ίδια τα προσωπικά του παπούτσια, όπως επίσης και τα ρούχα, προσαρμοσμένα στον "ιδιαίτερο" σωματότυπό του.

«Der Bomber der Nation»

Σύντομα ο Μίλερ ξεκίνησε την διεθνή του καριέρα, εμφανιζόμενος με την φανέλα της εθνικής Δυτικής Γερμανίας. Ήταν μέλος στην αποστολή της ομάδας στο Μουντιάλ του Μεξικό, το 1970, με τον κόσμο να πιστεύει στην επιστροφή στην κορυφή. Ο Μίλερ σκόραρε 10 γκολ στο τουρνουά, αλλά η Γερμανία τερμάτισε τρίτη, έχοντας χάσει στον ημιτελικό από την Ιταλία. Παρόλα αυτά, ως 3ος στο Μουντιάλ και δίχως τίτλο εκείνη την σεζόν, ο Μίλερ στέφθηκε παίκτης της χρονιάς, κατακτώντας την Χρυσή Μπάλα.

Στο Μεξικό ήταν όταν ο κόσμος έμαθε το παρατσούκλι του Γερμανού, «Bomber der Nation», ο "Βομβιστής του Έθνους", εξαιτίας του μοναδικού του στυλ. Ό,τι, όμως, δεν μπόρεσε να προσφέρει στην Γερμανία το 1970, το έδωσε το 1974, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εις βάρος μιας εκ των καλύτερων ομάδων της ιστορίας, της Ολλανδίας του Κρόιφ. Ο Μίλερ σκόραρε το νικητήριο γκολ στο 43', επαναλαμβάνοντας, με ποιητικό τρόπο το "γερμανικό θαύμα" του 1954, νικώντας μια τεχνικά άρτια, καλλιτεχνική και ασταμάτητη ομάδα στον τελικό.

Η αποχώρηση, το μετά και η κληρονομιά του

Ο Μίλερ σκέφτονταν την αποχώρηση από την Μπάγερν, με την Μπαρτσελόνα να είναι μια ομάδα που εξέφρασε ενδιαφέρον το 1973. Αν και οι Βαυαροί δεν ήθελαν να τον αποχωριστούν, ήταν πρόθυμοι να συζητήσουν, όμως αυτή που έβαλε "στοπ" σε όποια σκέψη αποχώρησης του Μίλερ, ήταν η Γερμανική Ομοσπονδία. Αυτό για πολλούς αποτέλεσε και την αφορμή της πρόωρης αποχώρησης του Μίλερ από την εθνική Γερμανίας, μετά την νίκη στο Μουντιάλ του 1974.

Το 1979 αποχώρησε από την Μπάγερν, με προορισμό τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα την Φλόριντα και τους Φορτ Λότερντεϊλ Στράικερς, όπου συνεργάστηκε με τον Τζορτζ Μπεστ. Δύο χρόνια αργότερα κρέμασε τα παπούτσια του και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις του, ανοίγοντας εστιατόριο, στο οποίο δούλευε στην υποδοχή.

Η ζωή μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ήταν δύσκολη για τον Μίλερ, ο οποίος κύλησε στο αλκοόλ, προκαλώντας την ανησυχία των αγαπημένων του προσώπων. Μετά από παρέμβαση φίλων του, συμπεριλαμβανομένου του Μπεκενμπάουερ, ο Γερμανός μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης και βγήκε υγιής.

Για τις επόμενες δύο δεκαετίες εργάστηκε σε διάφορα πόστα στην Μπάγερν, πριν αποσυρθεί το 2014. Διαγνώστηκε με άνοια και έμεινε εκτός των φωτών της δημοσιότητας, μέχρι και το τέλος της ζωής του, στις 15 Αυγούστου του 2021.

Η κληρονομιά που άφησε πίσω του μιλάει για έναν μοναδικό για την εποχή του παίκτη, έναν άνθρωπο που είχε το ένστικτο του σκόρερ, του οποίου τα επιτεύγματα θα μείνουν διαχρονικά. Έχοντας κατακτήσει ότι μπορούσε να κατακτήσει σε συλλογικό επίπεδο, ο Μίλερ είναι, ίσως, ο καλύτερος παίκτης στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα και της Γερμανίας.

Είναι ο πρώτος σκόρερ της ιστορίας του πρωταθλήματος με 365 γκολ (γκολ ανά 105 λεπτά), είχε τα περισσότερα γκολ σε μια σεζόν (πριν το σπάσει ο Λεβαντόφσκι το 2021 με 41 γκολ, ένα παραπάνω), σκόραρε σε 16 συνεχόμενα παιχνίδια, έχει συνολικά 7 βραβεία πρώτου σκόρερ στη Μπουντεσλίγκα, ενώ είναι και πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο Γερμανίας, με περισσότερα γκολ (78) από παιχνίδια (62). Με την εθνική Γερμανίας έχει σκοράρει 13 γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο, κρατώντας την πρώτη θέση, πριν τον περάσει ο Ρονάλντο το 2002 και πλέον παραμένει 3ος, πίσω από τον Βραζιλιάνο και τον συμπατριώτη του Κλόζε. Σε μια χρονιά (1972) σκόραρε 85 φορές, ρεκόρ που μόνο ο Λιονέλ Μέσι έσπασε, το 2011, 40 χρόνια μετά.

Παίκτες σαν τον Μίλερ δεν εμφανίζονται συχνά και ο Γερμανός κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του κόσμου, παρά τις συνθήκες που μεγάλωσε και τα φυσικά εμπόδια που είχε. Σίγουρα το ένστικτο που είχε για τα γκολ τον οδήγησε στην κορυφή, όμως υπήρχε τεράστια θέληση και προσπάθεια από την μεριά του, καθιστώντας τον ένα άξιο πρότυπο θέλησης και επιμονής για τους υπόλοιπους.